Πώς θα καταλάβεις αν κάποιος είναι Νάρκισσος;
Η Nancy McWilliams εξηγεί ότι τα άτομα, των οποίων η δομή της προσωπικότητάς τους, επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από παράγοντες έξω από τον εαυτό τους, ονομάζονται από τους ψυχαναλυτές, ναρκισσιστικά. Μπορεί να ασχολούνται με το πώς φαίνονται στους άλλους, να νιώθουν συχνά μέσα τους ότι χρειάζεται να εξαπατούν γιατί κατά βάθος νιώθουν ότι αλλιώς δεν μπορούν να αγαπηθούν. Μπορεί να ασχολούνται επίμονα με προσόντα που τραβούν την προσοχή –όπως για παράδειγμα ομορφιά, φήμη, πλούτο – παρά με τις πιο προσωπικές πτυχές της ταυτότητας και ακεραιότητας του χαρακτήρα τους.
Ο Jones (1974), περιέγραψε έναν τύπο άντρα επιδειξιομανή, απόμακρο, συναισθηματικά απρόσιτο, με φαντασιώσεις παντοδυναμίας, υπερεκτίμηση της δημιουργικότητάς του και επικριτική στάση απέναντι στο περιβάλλον του. Στην πραγματικότητα, όμως, όλα τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν ως κοινό γνώρισμα ένα εσωτερικό βίωμα και τρόμο, όσον αφορά την ανεπάρκεια, τη ντροπή, την αδυναμία και την κατωτερότητα (Cooper,1984 βλέπε McWilliams, 2012). Το εσωτερικό κόστος της ναρκισσιστικής τους πείνας για αναγνώριση δεν γίνεται εύκολα ορατό, ενώ τα τραύματα που προκαλούνται στους άλλους κατά την πραγματοποίηση των ναρκισσιστικών τους ορμών μπορεί να εκλογικευτούν από τους ίδιους ως ασήμαντα ή απαραίτητες ενέργειες ενός επιτεύγματος.
Ποια είναι τα συναισθήματα που υποβόσκουν σε έναν ναρκισσιστή;
Συναισθήματα που υποβόσκουν είναι η ντροπή, ενοχή και ο φθόνος. Υπάρχει φόβος ότι θα ντροπιαστούν μπροστά στους άλλους. Η ντροπή συχνά σχετίζεται με την πεποίθηση ότι κατά βάθος το ναρκισσιστικό άτομο νιώθει ότι δεν είναι αρκετός/αρκετή. Η ενοχή από την άλλη, αφορά την πεποίθηση ότι έπραξε λάθος, και περιλαμβάνει την ενεργοποίηση ενός εσωτερικευμένου επικριτικού γονέα. Ο φθόνος σχετίζεται με την αίσθηση ότι είμαι ελλιπής και άρα κινδυνεύω συνεχώς να αποκαλυφθούν οι ανεπάρκειες μου, οπότε φθονώ οποιονδήποτε θεωρώ ότι έχει αυτά που εγώ δεν έχω ή που έχει πλεονεκτήματα, τα οποία θα αντιστάθμιζαν αυτά που μου λείπουν. Ο φθόνος μπορεί να είναι η απαρχή της επικριτικής διάθεσης προς τον εαυτό και τους άλλους, μίας χαρακτηριστικής τάσης στον ναρκισσισμό. Αν αισθάνομαι ελλιπής, ίσως προσπαθώ να καταστρέψω αυτά που έχετε περιφρονώντας, κατακρίνοντας ή γελοιοποιώντας αυτά τα αγαθά ή στοιχεία χαρακτήρα.
Μπορεί να παγιδευτούν στην τελειοθηρία. Να επιδιώξουν μη ρεαλιστικά ιδεώδη και πείθουν τον εαυτό τους είτε ότι έχουν επιτύχει το στόχο τους (το μεγαλειώδες αποτέλεσμα) ή αντιδρούν στην αποτυχία τους νιώθοντας έμφυτα ατελείς (είναι γεννημένοι ατελείς) και όχι ότι απλά μπορούν να κάνουν λάθη όπως όλοι. Αντίστοιχα, μπορεί να ταυτιστούν με κάποιο άλλο πρόσωπο του εγγύτερου ή ευρύτερου περιβάλλοντός τους, και στην συνέχεια, να νιώθουν υπέρμετρη υπερηφάνεια μέσω της ταύτισης με το πρόσωπο αυτό.
Ένας από τους προβληματισμούς της θεραπείας με αυτούς τους ασθενείς είναι να κατανοήσουν πώς είναι να δέχεσαι τους άλλους χωρίς κριτική και χωρίς διάθεση εκμετάλλευσης, να αγαπάς χωρίς να εξιδανικεύεις και να εκφράζεις γνήσια συναισθήματα χωρίς να ντρέπεσαι. Τα άτομα στην ζωή τους που τους τροφοδοτούν με επιβεβαίωση, θαυμασμό και αποδοχή συμβάλλουν στην ρύθμιση της αυτοεκτίμησης τους. Ένα ναρκισσιστικό άτομο χρειάζεται έντονα με αυτή την έννοια τους άλλους. Τα μηνύματα άρα που στέλνουν στους άλλους είναι συγκεχυμένα, η ανάγκη τους για τους άλλους είναι βαθιά, αλλά η αγάπη τους προς αυτούς στην πραγματικότητα είναι ρηχή.
Από που πηγάζει ο ναρκισσισμός;
Πιστεύεται ότι και οι ίδιοι έχουν χρησιμοποιηθεί σαν ναρκισσιστικά εξαρτήματα. Μπορεί να ήταν πολύ σημαντικοί για τους γονείς τους, όχι όμως για αυτό που πραγματικά ήταν, αλλά για το είδος της λειτουργίας που εκπλήρωναν. Αυτό μπορεί να κάνει ένα παιδί να αισθάνεται ότι αν φανερώσει τα πραγματικά του αισθήματα και ιδιαίτερα την εχθρότητα και τον εγωισμό του, τότε το μόνο που θα επακολουθήσει είναι η ταπείνωση και η απόρριψη. Αυτό έχει επικαλεστεί από τον Winnicott (1960), «ψευδής εαυτός», δηλαδή την παρουσίαση ενός αποδεκτού εαυτού και όχι του αληθινού του εαυτού, όπως έχει μάθει από την εμπειρία του.
Είναι φυσιολογικό οι γονείς να χαίρονται και να αισθάνονται υπερήφανοι, αντικείμενο θαυμασμού και οι ίδιοι, όταν το παιδί τους απολαμβάνει την εκτίμηση των γύρω του. Όμως, το παιδί θα λαμβάνει την προσοχή των γονιών του ακόμα και αν οι στόχοι τους δεν εξυπηρετούνται; Αν ένας γονιός πιστεύει ότι το παιδί είναι ζωτικής σημασίας για την δική του αυτοεκτίμηση, όταν αυτό τον απογοητεύει, θα του ασκεί κριτική είτε άμεσα είτε καλυμμένα. Ενώ δεν υπάρχει γονέας που δεν ασκεί κριτική στο παιδί του, το μήνυμα ότι δεν είναι αρκετά καλό, γενικά και αόριστα είναι εντελώς διαφορετικό από τη συγκεκριμένη κριτική για μία συγκεκριμένη ενοχλητική συμπεριφορά. Αντίστοιχα, ο συνεχής έπαινος, μπορεί να είναι εξίσου καταστρεπτικός για την ανάπτυξη ρεαλιστικής αυτοεκτίμησης. Σε αυτή την περίπτωση, το παιδί έχει πάντα την αίσθηση ότι του ασκείται κριτική, ότι υπάρχουν προσδοκίες στις οποίες θα πρέπει να ανταπεξέρχεται συνεχώς. Το αποτέλεσμα είναι δεν νιώθουν τελικά ποτέ αρκετά για την αγάπη των γονιών και αργότερα των άλλων.
Βιβλιογραφία
Jones, E. (1974). The God complex. In Psycho-myth, psycho-history: Essays in applied psychoanalysis. Vol. 2, pp. 244-265. New York: Hillstone. (Original work published in 1913).
McWilliams, Nancy (2012). Ψυχαναλυτική Διάγνωση: Η κατανόηση της δομής της προσωπικότητας στα πλαίσια της κλινικής διαδικασίας, Μετ.: Αντωνία Καραμπέτσου και Τάνια Αναγνωστοπούλου. Αθήνα: Ινστιτούτο Ψυχολογίας και Υγείας.
Winnicott, D.W. (1960) Ego Distortion in Terms of True and False Self. In: Winnicott, D.W., Ed., The Maturational Processes and the Facilitating Environment: Studies in the Theory of Emotional Development, Karnac Books, London, 140-152.