Όταν ως γονείς βιώνουμε μια κατάσταση που μας προκαλεί ντροπή, τείνει να μας απασχολεί υπερβολικά η γνώμη που έχουν οι άλλοι για εμάς, ενώ κατακλυζόμαστε από σκέψεις τύπου «σωστό ή λάθος». Όταν τα παιδιά συμπεριφέρονται άσχημα μπροστά σε κόσμο, πιθανόν να εστιάσουμε περισσότερο στις αντιδράσεις των άλλων παρά στις αιτίες και το νόημα της συγκεκριμένης συμπεριφοράς του παιδιού μας που χρειάζεται την δική μας καθοδήγηση. Δεν είμαστε συντονισμένοι στις ανάγκες του παιδιού εκείνη την στιγμή.
Ως συνέπεια των τοξικών ρήξεων (μεταξύ γονέα και παιδιού), η ντροπή παίζει σημαντικό ρόλο στην ζωή του παιδιού. Όταν το παιδί κατακλύζεται από έντονα συναισθήματα, η αίσθηση αποσύνδεσης από τον γονιό μπορεί να γεννήσει αυτόματα και με εμφανή σωματικά δείγματα το αίσθημα της ντροπής. Αν η διαρρηγμένη σύνδεση μεταξύ γονιών και παιδιού έχει διάρκεια, τότε η ντροπή αρχίζει να γίνεται τοξική, δηλαδή μπορεί να αποβεί βλαβερή για την αίσθηση που έχει το παιδί για τον εαυτό του. Εδώ η ντροπή μοιάζει με ενοχή αλλά ενδεχομένως έχει τις ρίζες της βαθύτερα καθώς το παιδί όχι μόνο πιστεύει ότι κάτι έκανε λάθος αλλά ότι είναι λάθος, ότι ποτέ δεν είναι αρκετό. Αν η αποσύνδεση από τον γονέα φέρει μαζί της και γονεϊκό θυμό, τότε το παιδί αισθάνεται πέρα από ντροπή και ταπείνωση. Αυτά τα συναισθήματα κάνουν το παιδί να απομακρυνθεί από όλους γύρω του, να βιώσει μια έντονη εσωτερική απόγνωση, και να εδραιώσει την πεποίθηση ότι σίγουρα υπάρχει κάτι ελαττωματικό στον εαυτό του. Είναι πιθανό να αναπτυχθούν ισχυρές άμυνες οι οποίες θα διαμορφώσουν άμεσα την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Αν έχουμε βιώσει επαναλαμβανόμενες εμπειρίες τοξικής ρήξης χωρίς επανόρθωση, η ντροπή μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην ζωή μας χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα συνειδητό. Απότομες αλλαγές στα συναισθήματά μας και στην επικοινωνία με τους άλλους αποτελούν πιθανές ενδείξεις ότι οι άμυνες εναντίον της ντροπής έχουν ενεργοποιηθεί. Όταν αισθανόμαστε ανήμποροι ή ευάλωτοι, άμυνες που ο νους έχει δημιουργήσει μπορεί να πυροδοτηθούν με σκοπό να προστατευτούμε από τη συνειδητοποίηση τέτοιων επώδυνων καταστάσεων ντροπής. Στην πιο ακραία της μορφή, η ρήξη μπορεί να οδηγήσει το παιδί στο κλείσιμο του εαυτού του ή σε επιθετική συμπεριφορά.
Η επανόρθωση είναι εξαιρετικά σημαντική. Πρόκειται για μια διαδικασία με την οποία μπορεί να δημιουργήσει εσωτερική ισορροπία ο γονιός. Όχι όμως όταν είναι ακόμα θυμωμένος. Δεν θα πρέπει να «ξεχνάμε απλώς» τη ρήξη, αρνούμενοι των τοξικών αποσυνδέσεων. Μπορεί κανείς να λύσει τις δικές του συναισθηματικές εκκρεμότητες προσφέροντας στο παιδί του μία ευρύτερη και πλουσιότερη συναισθηματικά γκάμα εμπειριών. Μπορείς να πεις «ήταν πολύ δυσάρεστο και για τους δύο να μαλώνουμε με αυτό τον τρόπο. Θέλω ειλικρινά να ξανανιώσουμε καλά μεταξύ μας. Έλα να το συζητήσουμε». Ακούστε τι έχει να πει. Προσπαθήστε να συγκλίνετε με το παιδί σας. Αν χρειάζεται ζητήστε συγνώμη (Siegel & Hartzell, 2003).
Συμβαίνει σε όλους να χάνουν τον έλεγχο τον συναισθημάτων τους καμιά φορά, τα παιδιά έχουν ανάγκη να το ακούσουν αυτό, έτσι μαθαίνουν να κατανοούν τους ανθρώπους γενικότερα αλλά και τους γονείς τους καλύτερα. Σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να γίνει το παιδί φυσικά ο προσωπικός ψυχολόγος του γονέα βέβαια. Το καθοριστικό στοιχείο είναι η συζήτηση και επανόρθωση, ο καθένας για το δικό του κομμάτι. Για παράδειγμα, έστω και αν το παιδί έκανε πραγματικά κάτι λάθος, από το να σπάσει μία αντίκα ή να χτυπήσει ένα άλλο παιδάκι, ο γονιός που το χτυπάει για να μην το ξανακάνει οφείλει να παραδεχτεί ότι έχασε την ψυχραιμία του και ότι παρόλο που ήταν λάθος η συμπεριφορά του παιδιού, ήταν λάθος και από την δική της/του πλευρά να το χτυπήσει.
Βιβλιογραφία
Siegel, D.M. & Hartzell, M., (2003). Όταν τα παιδιά θα γίνουν… Γονείς, Η Γονεϊκή συμπεριφορά και Πως διαμορφώνεται από τα βιώματα της Πρώιμης Παιδικής Ηλικίας. Βιβλίο Πρώτο. Μετάφραση: Χριστίνα Κουτρουμπά, Επ.: Θάνος Γραμμένος. Αθήνα: Εκδ. Θυμάρι.