Η ντροπή είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα, κάτι που όλοι έχουν νιώσει. Αφορά την θέαση. Έχει να κάνει με το πώς θα με δουν, ή το ότι δε θέλω να με βλέπουν (van der Kolk, 2014). Είναι κάτι κρυφό. Λιγότεροι θα έρθουν για θεραπεία λέγοντας ότι υποφέρουν από πολύ ντροπή. Σε άτομα που υποφέρουν από ντροπή, υποβόσκει μία αίσθηση ότι είμαι λάθος, σε αντίθεση με την ενοχή που αφορά την συμπεριφορά, όπου κάνω κάτι λάθος (Ogden, 2021).
Μέσω της ντροπής, μπορεί να προστατεύω την σχέση με την οικογένεια μου. Όταν κανείς έχει τακτική επικοινωνία με την οικογένειά του, αλλά δεν του επιτρέπεται να είναι θυμωμένος για κάτι που μπορεί να έχει γίνει, και να εκφράσει αυτό το θυμό, αντ’ αυτού βιώνει ντροπή (Bryant-Davis, 2005).
Για πολλούς ανθρώπους ήταν χρήσιμο έως απαραίτητο να είναι όσο περισσότερο γίνεται «αόρατοι» στα σπίτια που μεγάλωσαν, όπου μπορεί να υπήρχε λεκτική ή και σωματική κακοποίηση. Και πράγματι ήταν μία πολύ καλή ιδέα να συμπεριφερθούν έτσι ώστε να προστατευτούν. Ήταν κάτι που έγινε ασυνείδητα (Fisher, 2017).
Επίσης, είναι πολύ συνηθισμένο δυστυχώς, θύματα σεξουαλικής κακοποίησης να ντρέπονται και να κατηγορούν τον εαυτό τους. Εν μέρει αυτό συμβαίνει ενστικτωδώς ως ένας μηχανισμός επιβίωσης: αν συμπεριφερθώ διαφορετικά, αυτό δεν θα ξανά συμβεί σε εμένα. Μπορεί να δώσει μία αίσθηση ελέγχου. Ή μπορεί να βγαίνει προς τα έξω ως «δε θα αφήσω ποτέ ξανά κανέναν να με πειράξει» αλλά πραγματικά να εδράζονται αισθήματα βαθιάς ντροπής (van der Kolk, 2014).
Για το μικρό παιδί εξάλλου, η παραδοχή ότι οι γονείς μου (ή όποιος το μεγαλώνει) είναι «κακός» είναι ανέλπιδη, καθώς αυτοί είναι οι άνθρωποι από τους οποίους εξαρτάται για την επιβίωσή του. Το να πιστέψει ότι «εγώ είμαι κακό παιδί, και μπορώ να δουλέψω σκληρά για να ανταποκριθώ στις προσδοκίες τους» φέρει περισσότερη ελπίδα (Knipe, 2019). Να σημειωθεί ότι πολλές φορές επίσης δεν είναι ότι οι γονείς δεν είχαν όλη την καλή πρόθεση να είναι εκεί για τα παιδιά τους αλλά συμβαίνουν πράγματα πέρα από τον έλεγχο των ανθρώπων. Μπορεί να συμβεί δηλαδή ένας απροσδόκητος θάνατος, μία αρρώστια, ένας σεισμός, μία πανδημία ή να είναι απαραίτητο να δουλεύουν ασταμάτητα για την επιβίωση της οικογένειας. Όταν το παιδί δεν βοηθηθεί να επεξεργαστεί διανοητικά και συναισθηματικά αυτά τα γεγονότα, όταν δεν υπάρχει επούλωση, μπορεί να δώσει μία δική του ερμηνεία σύμφωνα με την οποία φταίει αυτό για την απουσία τους, ή «δεν ήταν αυτό αρκετό» για να θέλουν να είναι εκεί για αυτό.
Πως μπορεί να δημιουργείται το αίσθημα της ντροπής
Τα βρέφη δε νιώθουν ντροπή. Αρχίζουν να νιώθουν ντροπή σύμφωνα με την Fisher (2017) όταν αποκτούν την ικανότητα να περπατήσουν, και οπότε μπορούν να θέσουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο. Για παράδειγμα, από αυτή την ηλικία μαθαίνουν από τους γονείς ότι δεν πρέπει να πιάσουν ένα καυτό πιάτο. Επειδή οι γονείς λένε «όχι, μη το κάνεις» και τα παιδιά θα μπουν σε κατάσταση ντροπής πιστεύοντας ότι έκαναν κάτι κακό. Σε αυτό το παράδειγμα, φυσικά και δεν θα αφήσουν οι γονείς το παιδί να μπει σε κίνδυνο, αλλά όταν υπάρχει ασφαλής σύνδεση των γονιών με το παιδί, αυτοί θα του πουν «μπράβο» ή «ευχαριστώ, που δεν …, ωραία!» όποτε και επανέρχεται το παιδί από την κατάσταση ντροπής και ακινησίας/παγώματος στην οποία είχε περιέλθει. Πρόκειται για μία άμυνα που σχετίζεται με την επιβίωση. Σχετίζεται ενδεχομένως με μία αντίδραση του παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος που «παγώνει» την κίνηση.
Επίσης, για παράδειγμα, αν ακόμα και στο σχολείο το παιδί ντροπιάζεται (στοχοποιείται και επικρίνεται με άσχημο τρόπο όχι για αυτό που κάνει αλλά για αυτό που είναι) από το δάσκαλο επειδή κάνει πολύ φασαρία, ή μιλάει πολύ δυνατά, λαμβάνει το μήνυμα ότι δεν είναι εντάξει να εκφράζεται ενθουσιωδώς ή να είναι πολύ χαρούμενος. Η ντροπή σαν μηχανισμός λειτουργεί «προστατευτικά» έτσι ώστε να μην εκδηλωθεί αυτή του η πλευρά. Σαν να του λέει «σταμάτα τώρα, ντροπιάζεις τον εαυτό σου, είσαι κακός, είσαι λάθος». Τελικά όλη αυτή η αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μπορεί να εσωτερικεύεται και καταλήγει να αποτελεί μοτίβο συμπεριφοράς (Swartz & Sweezy, 2019).
Πολλοί άνθρωποι άλλωστε, θα έχουν ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση απέναντι σε μία θετική αντιμετώπιση από άλλους ανθρώπους, που δεν τους είναι οικεία. Αν για κάποιους δεν επιτρεπόταν να είναι ο εαυτός τους, θορυβώδες και εκφραστικοί, το νευρικό τους σύστημα έχει πάρει το μήνυμα ότι «το να νιώθω καλά, να είμαι ο εαυτός μου, δεν είναι ασφαλές» (Fisher, 2017).
Η νευροβιολογία της ντροπής
Όταν κάποιος βιώνει ντροπή, υπάρχουν δύο περιοχές στον εγκέφαλο που ενεργοποιούνται. Η μία είναι στον προμετωπιαίο λοβό και σχετίζεται με την ηθική λογική. Άρα σε βοηθάει να καταλάβεις αν αυτό που έκανες ήταν ηθικά σωστό ή λάθος. Η άλλη λέγεται posterior insula (οπίσθιος νησιωτικός φλοιός) η οποία μας βοηθάει να νιώθουμε αισθήσεις «σπλαχνικές», δηλαδή στα εσωτερικά όργανα του σώματος όπως στην περιοχή του στήθους άρα στην καρδιά ή στα πνευμόνια ή στην κοιλιά (συκώτι, πάγκρεας, έντερα κλπ.). Πράγματι, όταν κάποιος βιώνει πολύ ντροπή μπορεί να την νιώθει εσωτερικά (Lanius, 2015).
Ντροπή, σχέσεις με τους άλλους και τον εαυτό
Μπορεί κάποιος που βιώνει πολύ ντροπή να σχετίζεται με μη-διαθέσιμους άλλους γιατί αυτή η πλευρά του δεν θέλει να γίνει γνωστή. Δε θέλει να τον δει ο άλλος, γιατί αν κάποιος πλησιάσει πολύ, μπορεί να δουν κάτι φρικτό ή ανάξιο. Αντ’ αυτού μπορεί να διαλέγει άτομα που δεν θα είναι εκεί, γιατί το να με «δει» κάποιος πραγματικά είναι τρομακτικό (Bryant-Davis, 2005).
Η ντροπή μπορεί να κρύβεται πίσω από εργασιομανία, αυτό-τραυματισμό, κακοποίηση του εαυτού και κλείσιμο στον εαυτό, ή το να μην φροντίζει τον εαυτό του, τις βασικές του ανάγκες, τον ύπνο και το φαγητό του. Επίσης μπορεί να κρύβεται πίσω από το να είναι απομακρυσμένος από τον εαυτό του, να είναι αντιδραστικός, θυμωμένος ή και εξοργισμένος συχνά. Αυτές οι συμπεριφορές χρησιμεύουν στο να προστατέψουν ένα περισσότερο ευάλωτο κομμάτι του εαυτού.
Άμυνες που χρησιμοποιούνται για να διαχειριστεί κάποιος τη ντροπή
Άρα όντας σε άμυνα όπως προαναφέρθηκε, μπορεί κανείς να κάνει επίθεση σε κάποιον άλλο («είσαι χαζός, δε ξέρεις τι κάνεις, είσαι μία αποτυχία»). Η να κάνει επίθεση στον ίδιο του τον εαυτό, με την ελπίδα ότι έτσι θα έρθει η αλλαγή («αν μου φερθώ πιο σκληρά που είμαι χαζός, χοντρός ή μη αγαπητός, θα βρω τρόπο να γίνω όπως πρέπει»). Επίσης μπορεί κανείς να αποφεύγει απλά να μιλάει για πράγματα που είναι ντροπιαστικά, ή να βρεθεί κοντά σε ανθρώπους όπου μπορεί να νιώσει ντροπή. Η αποφυγή είναι μία ακόμα άμυνα. Και μπορεί κάποιος να αμυνθεί έναντι της ντροπής αποφεύγοντας την εσωτερική του αυτή εμπειρία («δεν νιώθω ντροπή, δε νιώθω τίποτα»). Συνοψίζοντας μπορεί να κατηγορήσει άλλους, τον εαυτό του, να αποφύγει ερεθίσματα που ενεργοποιούν την αίσθηση της ντροπής, ή να αποφύγουν την εσωτερική τους εμπειρία, το να νιώσουν.
Ηθική διάσταση
Μερικές φορές οι άνθρωποι ιδίως αυτοί που τείνουν να νοιάζονται και να αναλαμβάνουν ευθύνη για τα κοινά, μπορεί να υποφέρουν από ντροπή που έχει προκληθεί λόγω πράξεων των οποίων η ηθική διάσταση είναι αμφιλεγόμενη ή πολύπλευρη. Για παράδειγμα, πράξεις ενός στρατιώτη οι οποίες εν καιρώ πολέμου μπορεί να είναι προσδοκώμενες αλλά ιδωμένες μέσα από ένα άλλο πρίσμα, εν καιρώ ειρήνης, ο ίδιος αρχίζει να αμφιβάλλει για τις πράξεις του. Οι ίδιοι σε αυτές τις περιπτώσεις τείνουν να νιώθουν ότι δεν είναι άξιοι αγάπης ή ότι δεν τους καταλαβαίνουν ή αγαπούν. Η μοναξιά που μπορεί να νιώσει κανείς μέσα σε αυτό έχοντας ο ίδιος χάσει την εμπιστοσύνη στον ίδιο του τον εαυτό, και ίσως και στους άλλους, είναι κάτι που μπορεί να φέρει στην θεραπευτική διαδικασία, ώστε με υποστήριξη να «δουλέψει» αυτά τα συναισθήματα, και να προχωρήσει τελικά παρακάτω. Πολλοί πιστεύουν ότι κάτι που βοηθάει σε αυτή την περίπτωση, είναι η πρακτική επανόρθωση απέναντι όχι απαραίτητα στο συγκεκριμένο άτομο αλλά με εθελοντική εργασία (van der Kolk, 2014).
Σε κάθε περίπτωση, η εμπειρία δείχνει ότι δεν είναι απαραίτητο να κουβαλάει ή να μένει εγκλωβισμένος σε αυτά τα αφόρητα κάποιες φορές αισθήματα «τοξικής» ντροπής αλλά μέσω της θεραπευτικής οδού μπορεί να απελευθερωθεί από αυτά.
Βιβλιογραφία
Bryant-Davis, T. (2005). Thriving in the Wake of Trauma: A multicultural Guide. Praeger Publishers/Greenwood Publishing Group.
Dana, D. (2018). The Polyvagal Theory in Therapy: Engaging the Rhythm of Regulation. A Norton professional book, Volume 0 of Norton Series on Interpersonal Neurobiology. W.W. Norton.
Fisher, J. (2017). Healing the Fragmented Selves of Trauma Survivors. New York & London: Routedge.
Frewen, P., Lanius, R. van der Kolk, B., Spiegel, D. (2015). Healing the Traumatized Self: Consciousness, Neuroscience, Treatment (Norton Series on Interpersonal Neurobiology).
Knipe, J. (2019). EMDR Toolbox. Springer Publishing Company.
Ogden, P. (2021). The Pocket Guide to Sensorimotor Psychotherapy in Context (Norton Series on Interpersonal Neurobiology). W.W. Norton & Company.
Schwartz, R.C. & Sweezy, M. (2019). Internal Family Systems Therapy. Guilford Publications.
van der Kolk, B. (2014). The Body Keeps the Score. Penguin Books.
Photo by Marcos Paulo Prado