Η Dr Tarra Bates-Duford αναφέρει ότι η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών είναι μια μορφή κακοποίησης παιδιών που μπορεί να περιλαμβάνει σεξουαλικό άγγιγμα, χάδι, διείσδυση, σοδομία, έκθεση σε ακατάλληλες ταινίες, σε μέρη σώματος, άσεμνες τηλεφωνικές κλήσεις, μηνύματα, ψηφιακή αλληλεπίδραση, αυνανισμός παρουσία παιδιού, προβολή σεξουαλικού υλικού/εικόνων για τη σεξουαλική διέγερση ή ικανοποίηση του ενήλικα. Ένα παιδί δεν μπορεί ποτέ να συναινέσει σε οποιαδήποτε μορφή σεξουαλικής δραστηριότητας. Όταν ένας δράστης έρχεται σε επαφή με ένα παιδί με αυτόν τον τρόπο, διαπράττει ένα έγκλημα που μπορεί να έχει συνέπειες που διαρκούν για το θύμα ίσως και όλη του την ζωή. Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών δεν χρειάζεται να περιλαμβάνει φυσική επαφή μεταξύ του δράστη και του παιδιού.
Τις περισσότερες φορές, η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών είναι μια σταδιακή διαδικασία και όχι ένα μεμονωμένο γεγονός. Η πρακτική της σταδιακής γνωριμίας ενός παιδιού με το σεξουαλικό άγγιγμα, χάδια, την προβολή σεξουαλικού περιεχομένου κ.λπ., διεξάγεται μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται «prepping» (προετοιμασία) ή «grooming» (περιποίηση). Περιλαμβάνει συχνά πειστική τακτική και χειραγώγηση για να κερδίσει την εμπιστοσύνη ενός παιδιού και μερικές φορές τον φροντιστή του αναπτύσσοντας δεσμό μαζί τους. Συνήθως, δεν ξεκινά με σεξουαλικά κακοποιητική αφή ή συμπεριφορές. Είναι προσεκτικά σχεδιασμένο και μπορεί να παίρνει μέρος για εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια.
Η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών αναφέρεται συχνά ως «σιωπηλό έγκλημα» επειδή τα θύματα έχουν μεγάλη δυσκολία να μιλήσουν. Συχνά μη-παραβατικοί ενήλικες εμπλέκονται με το να μην αναφέρουν την κακοποίηση και τους δράστες. Οι δράστες συχνά είναι άνθρωποι εμπιστοσύνης για το παιδί ή είναι γνωστοί στην κοινότητα και μπορούν να χειριστούν καταστάσεις ώστε να συνεχίσουν την κακοποίηση. Επιπλέον, η κακοποίηση συχνά δεν είναι σωματικά εμφανής. Μπορεί να εκδηλωθεί ως αλλαγές στην συμπεριφορά και την ψυχολογία που μπορούν να αναγνωριστούν εσφαλμένα ως δυσφορία ή ανυπακοή.
Η σεξουαλική κακοποίηση ενός παιδιού μπορεί να δημιουργήσει και άμεσες και μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τους επιζώντες. Η σεξουαλική κακοποίηση έχει συσχετιστεί με υψηλά επίπεδα κατάθλιψης, άγχους, σεξουαλικότητας, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ντροπή, ενοχή, δυσκολία επίτευξης οργασμού, δυσκολία εμπιστοσύνης και σύνδεσης με άλλους, προβλήματα με την δημιουργία σχέσεων, απότομο τερματισμό και εγκατάλειψη σχέσεων κ.λπ. Μπορεί να βλάψει την αίσθηση του επιζώντος για τη δική του σεξουαλικότητα. Δυσκολεύονται να δημιουργήσουν ενήλικες σχέσεις και απολαύσουν το σεξ ως ενήλικοι. Μπορεί να χρωματίσει τη σεξουαλικότητα ενός ατόμου, εμποδίζοντας τον/την επιζών να επιδιώξει μια υγιή σεξουαλική ζωή με έναν αγαπημένο σύντροφο. Οι επιζώντες σεξουαλικής κακοποίησης συνήθως τείνουν ως ενήλικες είτε να χρησιμοποιούν το σεξ απερίσκεπτα ή να αποκλίσουν εντελώς από τη ζωή τους το σεξ.
Η παιδική σεξουαλική κακοποίηση δε συμβαίνει “από ατύχημα”, και τα θύματα, δεν είναι ποτέ υπεύθυνα για την δική τους κακοποίηση, παρόλο που ο θύτης θα επιχειρήσει να τους πείσει για αυτό. Σύμφωνα με τον David Finkelhor (1948) ο/η θύτης εκτός από το να έλκεται από άτομα μικρότερης ηλικίας, συχνά απολαμβάνει την εξουσία και τον έλεγχο που μπορεί να έχει εις βάρος ευάλωτων παιδιών (και πιθανόν και άλλων ατόμων). Ο ίδιος έχει ψυχολογικά προβλήματα όπως θυμό, κατάθλιψη, άγχος και αδυναμία ελέγχου των παρορμήσεων του, δυσκολίες στην διαμόρφωση σχέσεων (με άτομα της ηλικίας του). Συχνά έχει κακοποιηθεί και ο ίδιος.
Ο/Η θύτης θα για να υπερβεί οποιεσδήποτε εσωτερικές αναστολές, θα χρησιμοποιήσει δικαιολογίες ακόμα και απέναντι στον εαυτό του όπως να σκέφτεται ή να πει ότι «είμαστε ερωτευμένοι», «είμαστε σε σχέση», «το παιδί αυτό μαθαίνει/ κάτι κερδίζει από αυτή την κατάσταση», «δε θα το θυμάται» (όπως είδαμε πρόσφατα στην περίπτωση του προπονητή από την Σάμο). Συχνά θα χρησιμοποιήσει αλκοόλ ή ναρκωτικά «για κουράγιο». Επίσης μπορεί να έχει χρησιμοποιήσει πορνογραφία και ειδικά παιδική πορνογραφία για να υπερβεί τις όποιες αναστολές του.
Επίσης θα χειριστεί καταστάσεις ώστε να ελαχιστοποιήσει την περίπτωση να γίνει αντιληπτός. Μπορεί να αρχίσει και διατηρήσει κάποιου είδους σχέση με τη μητέρα του θύματος για να κερδίσει πρόσβαση στο θύμα ή μέσω εργασίας (δάσκαλος, babysitter, προπονητής, ιερέας κλπ.). Προετοιμάζει το έδαφος έτσι ώστε να θεωρηθεί έμπιστος και ότι το παιδί θα είναι ασφαλής μαζί του/της. Θα οργανώσουν ενδεχομένως ευκαιρίες για να λάβει μέρος η κακοποίηση όπως αθλητικές οργανώσεις και ταξίδια. Επίσης μπορεί να απειλήσει το θύμα και την οικογένεια του αν χρειαστεί (επιδεικνύοντας την δύναμή τους, απειλώντας να παρουσιάσουν το θύμα ως συνεργό κλπ.). Θα προσπαθήσει να μειώσει την πιθανότητα να γίνουν οι πιθανές καταγγελίες πιστευτές παρουσιάζοντας τον εαυτό τους ως «καλό άνθρωπο» και ενεργό στην κοινότητα. Επίσης να απομονώσει το θύμα από άλλους έτσι ώστε να μην τον/την πιστεύουν. Ακόμα μπορεί να κακοποιεί και άλλα μέλη της οικογένειας όπως για παράδειγμα την μητέρα κάτι που καθιστά το παιδί περισσότερο ευάλωτο.
Τέλος για να παρακάμψουν τις τυχόν αντιστάσεις του θύματος, και για να μπορούν να επαναλάβουν την σεξουαλική κακοποίηση, μπορεί να εκφέρουν απειλές ή να δράσουν με απειλητικούς τρόπους (προς το θύμα, την οικογένειά του, το μέλλον του θύματος- όπως στον επαγγελματικό του χώρο, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες εξελίξεις στον αθλητικό και καλλιτεχνικό χώρο). Θα επιλέξει ένα θύμα που θα μπορεί να χειραγωγήσει. Μπορεί να είναι περισσότερο ευάλωτο λόγω παραμέλησης, φτώχειας, ή να έχει λιγότερη εξουσία από τους ίδιους, ακόμα και να πρόκειται δυστυχώς για ΑΜΕΑ και/ή που δε μπορούν να επικοινωνήσουν. Ακόμα μπορεί να κάνει το θύμα να νιώθει ιδιαίτερο ή να προσφέρει δώρα, ταξίδια κλπ. Μπορεί ακόμα να χρησιμοποιήσει βία ή παραπλάνηση μέσω ψέματος όπως το να πει για παράδειγμα «το κάνω για χάρη της μητέρας σου» ή «είναι φυσιολογικό» κ.α. (Finkelhor & Araji, 1986).
ΒΙΒΙΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Finkelhor, D. & Araji, S. (1986). Explanations of pedophilia: A four factor model. The Journal of Sex Research, 22(2), pp.145-161.
Photo by Jen Theodore