Σύμφωνα με τον Kernberg (1998), το ναρκισσιστικό άτομο νιώθει υποχρεωμένο να δείχνει εντυπωσιακό όλη την ώρα, ως άμυνα. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγει να ενεργοποιήσει ξανά παιδικά αισθήματα εγκατάλειψης και πεποιθήσεις όπως ότι δεν είναι αρκετός/ή για να τον/την αγαπούν. Μία αίσθηση αδιαφορίας από την πλευρά των γονιών προς το παιδί, μπορεί να το ωθεί να γίνει αυτό ακριβώς που οι γονείς χρειάζονται (και όχι αυτό που αυτός/αυτή θέλει). Είναι ο μόνος τρόπος, η ανάγκη του παιδιού για σύνδεση να ικανοποιηθεί έστω μερικώς (Winnicott, 1965).
Παιδιά με ναρκισσιστική ψυχοπαθολογία, επιδεικνύουν ένα διαφορετικού τύπου εγωκεντρισμό διαφορετικό από το φυσιολογικό παιδικό ναρκισσισμό (Kernberg et al., 2000). Στο φυσιολογικό ναρκισσισμό η ανάγκη των παιδιών για εξάρτηση και θαυμασμό, ικανοποιείται από την ανάλογη προσοχή που λαμβάνουν σύμφωνα με την ηλικία τους. Τα ίδια αντιλαμβάνονται αυτή την φροντίδα και ανταποκρίνονται με ευγνωμοσύνη (Kernberg et al., 2000), ενώ μαθαίνουν την αξία της ενσυναίσθησης και της σύνδεσης με τους άλλους. Η φυσιολογική ανάπτυξη, διαταράσσεται όταν υπάρχουν δυσκολίες στην προσκόλληση ή/και ποικιλόμορφες δυσμενής εμπειρίες συμπεριλαμβανομένου του να μην ιδωθούν από τους φροντιστές τους με μία ματιά που είναι συγχρόνως και ρεαλιστική και διαποτισμένη από αγάπη (Stone, 1993). Το μονοπάτι από αυτές τις πρώιμες αυτές εμπειρίες ως την διαμόρφωση ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στοιχείων μπορεί να είναι ποικίλο και μπορεί να είναι διαφορετικό για διαφορετικούς ανθρώπους.
Δεν χρειάζεται να κακοποιήθηκε κάποιος συναισθηματικά για να διαμορφώσει αργότερα ναρκισσιστική δομή. Σε κάποιες περιπτώσεις στα παιδιά προσφέρονταν τα πάντα από άποψη υλικών αγαθών και μόρφωσης, όμως η συναισθηματική ή και φυσική απουσία των γονιών που είτε εργάζονται συνεχώς είτε δυσκολεύονται να προσφέρουν συναισθηματική ασφάλεια (ενδεχομένως δεν την έλαβαν ούτε οι ίδιοι), οδηγεί στην διαμόρφωση ναρκισσιστικής δομής προσωπικότητας/ ναρκισσιστικής διαταραχής ή ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών στην προσωπικότητά τους (Ramani, 2019).
Γενικά η διαφορετική αντιμετώπιση από τους γονείς ή φροντιστές ή η διαφορετική αντιμετώπιση από τον ίδιο φροντιστή, οδηγεί στο να δημιουργήσει το παιδί διαφορετικές αντιλήψεις του εαυτού του. Για παράδειγμα, ένα παιδί μπορεί να εξιδανικεύεται από τον ένα φροντιστή και να του ασκείται αυστηρή κριτική από τον άλλο. Μπορεί δηλαδή να κακομαθαίνει το παιδί η μητέρα και να του ασκεί κριτική ο πατέρας ή το αντίστροφο. Όταν οι γονείς διατηρούν εκ διαμέτρου αντίθετη αντιμετώπιση απέναντι στο παιδί, αυτό μπορεί να μπερδέψει πολύ το παιδί, και συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις το παιδί να «χρησιμοποιηθεί» ως πεδίο μάχης για τις δικές τους (γονείς) μη επιλυμένες συγκρούσεις.
Το μοτίβο εγκαθίδρυσης διαφορετικών θέσεων του εγώ, (π.χ. αληθινού και ψευδή) εγκαθιδρύεται και όταν δεν υπάρχει επαρκές καθρέφτισμα (για παράδειγμα των συναισθημάτων του, «είσαι πολύ θυμωμένος») και αναγνώριση της εσωτερικής του πραγματικότητας από τουλάχιστον τον ένα γονιό. Το παιδί αναζητά απεγνωσμένα να πάρει επιβεβαίωση από τον ένα ή και τους δύο γονείς. Τελικά, το να προσπαθεί να είναι τέλειος/α στα μάτια των άλλων δεν καλύπτει ουσιαστικά τις ανάγκες σύνδεσης με τους άλλους αλλά λειτουργεί ως υποκατάστατη πράξη (van der Hart et al., 2006) με στόχο έστω και ψήγματα αίσθησης σύνδεσης.
Οι γονείς του παιδιού οι ίδιοι, μπορεί να έχουν ναρκισσιστικά χαρακτηριστικά, που ενδεχομένως δεν είναι αντιληπτά στο κόσμο εκτός της οικογένειας, αλλά γνωστά στα παιδιά τα οποία και τα μιμούνται. Το οικογενειακό περιβάλλον μπορεί να μοιάζει «φυσιολογικό» στην επιφάνεια, αλλά σε βαθύτερο επίπεδο, μπορεί να υπάρχει ανεπαρκής σύνδεση και τρυφερότητα, δυσκολία αναγνώρισης των αναγκών του παιδιού, το οποίο αδυνατούν να το αφουγκραστούν (Kernberg, 1998). Όταν ο γονιός έχει ναρκισσιστική προσωπικότητα, ακόμα και με ένα μη φανερό τρόπο, ο βασικός τρόπος της διατήρησης της σύνδεσης μαζί του/της είναι το παιδί να μετατραπεί σε «ναρκισσιστικό αντικείμενο», ένα παιδί δηλαδή που παρουσιάζεται να είναι ιδανικό, όπως αναφέρθηκε . Το κόστος για το παιδί είναι να απάρνηση των ίδιων του των αναγκών και ποιοτήτων που ο γονιός δε μπορεί να δεχτεί ή ανεχτεί. Αυτό χειροτερεύει αν το παιδί γίνει πηγή υπερβολικών επαίνων, και προβολών υπερβολικών προσδοκιών (ανεξάρτητα από το αν το παιδί είναι ή όχι όντως ταλαντούχο). Σαν αποτέλεσμα αισθήματα ανωτερότητας ή/και ότι προορίζεται για μεγαλεία, μπορεί να προκαλούν συγκίνηση στο παιδί αλλά και να αποτελούν πηγή εξαιρετικά μεγάλης συναισθηματικής πίεσης και εκτός των πραγματικών δυνατοτήτων ή του ρεπερτορίου συμπεριφορών του παιδιού.
Παρόλο που η αίσθηση μεγαλείου και σημαντικότητας του εαυτού είναι βασική στην ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας , η ευαλωτότητα της αυτοπεποίθησης και αυτοεκτίμησης συνοδεύει παράλληλα αυτό το άτομο (Kernberg, 1998). Δεδομένου του ότι η εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού του είναι μία διαστρέβλωση αυτού που πραγματικά είναι, ενώ καταβάλει εξαιρετική προσπάθεια να διατηρήσει αυτή την εικόνα, η αντίληψη της πραγματικότητας μπορεί να είναι εξαιρετικά απειλητική, ενώ άνθρωποι οι οποίοι λένε την αλήθεια μπορεί να ιδωθούν ως απειλή. Μπορεί να χρησιμοποιήσουν διάφορες αμυντικές τακτικές χειραγώγησης ώστε να προστατέψουν τον μεγαλοπρεπή εαυτό τους από την απειλή αυτή.
Συμπερασματικά, η ναρκισσιστική δομή δημιουργείται ως μέσο σύνδεσης με τους φροντιστές και ως άμυνα σε αισθήματα εγκατάλειψης, αλλά και ως ενδοβολή ανεπαρκών στο ρόλο τους ναρκισσιστικών γονέων. Οτιδήποτε δε ταιριάζει με τον μεγαλοπρεπή εαυτό, το αποκηρύσσει, και έτσι αντιλαμβάνεται τους άλλους και τον εαυτό του μέσα από ένα παραμορφωμένο πρίσμα. Γενικεύοντας και στους άλλους τον τρόπο συσχετισμού με τους γονείς, ως έφηβοι ή ενήλικες πλέον, έχουν την αίσθηση ότι θα πρέπει να είναι τέλειοι για να είναι αποδεκτοί από τους άλλους. Σαν αποτέλεσμα αν οι άλλοι δεν συμφωνούν με αυτή την πολύ θετική αίσθηση του εαυτού τους, νιώθουν ότι τους κάνουν επίθεση! Αυτό δημιουργεί έντονη αντιδραστικότητα στην κριτική των άλλων (σε οποιοδήποτε δηλαδή ανατροφοδότηση ότι δεν είναι τέλειοι). Η προσπάθεια/επιμονή να πείσουν ότι είναι «τέλειοι» ενδεχομένως να κουράσει τον περίγυρο τους και να απομακρυνθούν, ενεργοποιώντας μνήμες εγκατάλειψης και αδιαφορίας, και της ανάγκης να ιδωθούν ως τέλειοι από τους άλλους (Kernberg et al., 2000). Υπάρχει δυσκολία στο να ιδωθούν οι συγκρουσιακές σχέσεις με άλλους ρεαλιστικά και στο να αναγνωρίζουν το πώς συνεισφέρουν (πως επηρεάζει η δική τους συμπεριφορά) στην δημιουργία συγκρούσεων. Αντί αυτού, κατηγορούν αυτόματα τους άλλους, για να προστατέψουν την εξιδανικευμένη εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους.
Η θεραπεία λοιπόν (ως ενήλικοι) είναι αρκετά δύσκολη κυρίως επειδή τείνουν να σταματούν την θεραπεία (80%). Η θεραπεία εμπεριέχει την άβολη διαδικασία της ενδοσκόπησης, της αυτοπαρατήρησης ακόμα και των αδύναμων σημείων εκτός από την ενίσχυση των υγιών χαρακτηριστικών. Η αναγνώριση λαθών ή λάθος χειρισμών ή συμπεριφορών, βιώνεται ως απειλή. Η αναγνώριση ναρκισσιστικής διαταραχής δεν είναι διόλου ευδιάκριτη καθώς μπορεί να πρόκειται για παράδειγμα για ένα ταλαντούχο άτομο το οποίο προσφέρει σε πολλούς ή ακόμα και το οποίο αγωνίζεται για τα κοινά, αλλά πίσω από κλειστές πόρτες , φέρεται πολύ άσχημα στην οικογένειά του ή στον/στην σύντροφό του, χωρίς καν να το συνειδητοποιεί ή μη μπορώντας να το αλλάξει. Χρειάζεται θεραπεία τραύματος και αρκετή προθυμία. Καμιά φορά βλέπουμε στα γραφεία μας θεραπευόμενους που αποφασίζουν να αναζητήσουν λύσεις ίσως μετά από κάποιο ναρκισσιστικό πλήγμα, ένα γεγονός που του/της άλλαξε την ζωή (βλέπε αρρώστια, διαζύγιο, πανδημία, απόλυση κλπ.) ώστε να είναι κάποιος έτοιμος/η για να προσπαθήσει για αλλαγή στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Photo by Marija Zaric
Βιβλιογραφία
Kernberg, P.F. (1998). Developmental aspects of normal and pathological narcissism. In E.F.
Ramani, D. (2019). “Don’t You Know Who I Am?” How to Stay Sane in an Era of Narcissism, Entitlement, and Incivility. Simon and Schuster.
Ronningstam (Ed.) Disorders of narcissism: Diagnostic, clinical and empirical implications (pp. 103-120). Washington, DC: American Psychiatric Association.
Kernberg, P.F. et al., (2000). Personality Disorders in Children and adolescents. New York, NY: Basic Books.
Stone, M.H. (1993). Abnormalities of personality: Within and beyond the realm of treatment. New York, NY: Norton.
Winnicott, D.W. (1965). Ego Distortions in terms of true and false self. In The maturational processes and facilitating environment (pp. 37-55). New York, NY: International University Press.
Van der Hart, O. Nijenhuis, E. & Steel, K. (2006). The haunted self. Structural Dissociation and the treatment of chronic traumatization. New York, NY: Norton.