Η Sammy Caiola, δημοσιογράφος στην Αμερική (η οποία καλύπτει δημοσιογραφικά ιστορίες ανθρώπων που έχουν υποστεί τραυματικές εμπειρίες, (health-care/trauma-informed journalism) όπως ιστορίες κακοποίησης ή ιστορίες ανθρώπων που επέζησαν μαζικούς πυροβολισμούς, γράφει για το ότι οι επιζήσαντες σεξουαλικών επιθέσεων και κακοποίησης αναφέρουν ότι η αλληλεπίδραση με την αστυνομία συχνά είναι τόσο έντονη που μπορεί να βιωθεί ως πρόσθετο δευτερεύων τραύμα. Η αναφορά ενός βιασμού μπορεί να είναι ιδιαίτερα τραυματική όταν οι αξιωματικοί της αστυνομίας αμφισβητούν τις ιστορίες των θυμάτων, για παράδειγμα αν δεν θυμηθούν όλες τις λεπτομέρειες της επίθεσης κατευθείαν. Χρειάζεται η αστυνομία να αποκτήσει μία βαθύτερη κατανόηση του τι συμβαίνει στον εγκέφαλο κατά την διάρκεια και μετά από ένα βιασμό, ώστε να αλλάξει ο τρόπος που προσεγγίζονται οι περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν υποστεί βιασμό, για να αποφευχθεί να νιώσουν οι αστυνομικοί δυσπιστία απέναντί τους και τα θύματα να μην νιώσουν ενοχή και έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στους αστυνομικούς.
Οι επιστήμονες που μελετάνε τη σχέση τραύματος και μνήμης λένε ότι είναι συνηθισμένο στους επιζήσαντες σεξουαλικών επιθέσεων -όπως και επιζήσαντες άλλων σοβαρών ψυχικών τραυμάτων-να μην μπορούν να θυμηθούν την επίθεση εντελώς. Μπορεί να θυμούνται συγκεκριμένες στιγμές και όχι κάποιες άλλες ή να δυσκολεύονται να θυμηθούν τα γεγονότα στην σωστή χρονική σειρά. Αυτές οι δυσκολίες ανάκλησης των γεγονότων είναι συχνές μετά από ένα σοβαρό τραύμα, και δυσκολεύουν την έρευνα ενός βιασμού όταν οι επιζήσαντες το καταγγείλουν στην αστυνομία. Όταν οι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν γνωρίζουν σχετικά με την νευροεπιστήμη του τραύματος, και δεν έχουν καθόλου εκπαίδευση σχετικά με το πως να διαχειριστούν το τραύμα, υπάρχει μία τάση να δυσπιστούν και να μην πιστεύουν τα θύματα που βιώνουν κενά μνήμης, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Ο Jim Hopper (2022) , του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, αναφέρει ότι σε κάποιον που βρίσκεται αντιμέτωπος με μία σεξουαλική επίθεση ενώ είναι συνειδητός (και όχι λιπόθυμος), ακόμα και αν είναι υπό την επήρεια ουσιών, το σύστημα που είναι υπεύθυνο για άμυνα/ενεργοποίηση του φόβου θα εντοπίσει την επίθεση και κυριαρχήσει αμέσως στην λειτουργία του εγκεφάλου. Ο προμετωπιαίος λοβός δυσλειτουργεί οδηγώντας το άτομο στο να εστιάσει στις σωματικές αισθήσεις. Προκαλείται δυσκολία στην λογική σκέψη και την ικανότητα εύρεσης λύσεων, ή το να θυμηθεί κανείς σημαντικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν (για παράδειγμα ότι υπάρχουν άνθρωποι εκεί κοντά που θα μπορούσαν να βοηθήσουν).
Επίσης, εκδηλώνονται αντανακλαστικές αντιδράσεις (οι οποίες είναι βαθιά ριζωμένες στον ανθρώπινο εγκέφαλο, καθώς ο άνθρωπος έχει εξελιχθεί αρχικά ως λεία παρά ως αρπακτικό) οι οποίες κυμαίνονται από σύντομες αντιδράσεις «παγώματος» (οποιαδήποτε κίνηση σταματά, η σκέψη σταματά, ο εγκέφαλος αξιολογεί την επίθεση και πιθανές επιλογές διαφυγής), έως ακραία αντανακλαστικά επιβίωσης που συμπεριλαμβάνουν την αποσύνδεση (δεν υπάρχει επίγνωση συναισθημάτων και σωματικών αισθήσεων και συνεχίζει το θύμα «στον αυτόματο πιλότο» (συμπεριλαμβανομένου της συμμετοχής ή μη αντίδρασης στην σεξουαλική πράξη εάν αυτό θα βοηθήσει στην επιβίωσή του), τονωτική ακινησία (κατάσταση παράλυσης διαφορετική από το πάγωμα, όπου δεν μπορεί να μιλήσει ή να κινηθεί), κατάρρευση, (collapse immobility όπως λέγεται στα αγγλικά με μερική ή πλήρες ακινησία και απώλεια συνείδησης, ζαλάδα, με λιγότερο οξυγόνο να πηγαίνει στον εγκέφαλο, άκρα σε πλήρης χαλάρωση).
Επίσης, με την υπολειτουργία του προμετωπιαίου μυελού ενεργοποιούνται μαθημένες αντιδράσεις ειδικά παθητικές, όπως συνήθειες για την αντιμετώπιση επιθετικών και κυρίαρχων ανθρώπων, που μπορεί να έχουν τις ρίζες τους σε κοινωνικά στερεότυπα ή κοινωνική μάθηση, (π.χ. τα κορίτσια και οι γυναίκες εκπαιδεύονται να αντιδρούν ευγενικά σε ανεπιθύμητες σεξουαλικού περιεχομένου προκλήσεις από τους άντρες) ή συνήθειες που έχουν δημιουργηθεί ώστε να διαχειριστεί κανείς παιδική σεξουαλική κακοποίηση που μπορεί να έχει βιώσει.
Όσον αφορά την μνήμη οι βασικές λεπτομέρειες που συγκρατούνται είναι αυτές στις οποίες έδωσε προσοχή το σύστημα άμυνας (μεταιχμιακό ή λιμβικό σύστημα, βλέπε αμυγδαλή, ιππόκαμπος, υποθάλαμος κ.α.) κατά την διάρκεια της επίθεσης. Είναι αυτές που είναι οι πιο σωστές, ενισχυμένες και επιβεβαιωμένες. Μπορεί αρχικά να φαίνονται σαν να μην είναι σημαντικές για την υπόθεση (π.χ. μια ακριβής περιγραφή του τραπεζιού), αλλά είναι ενδεικτικές της κατάστασης στην οποία βρισκόταν το θύμα (π.χ. αν βρισκόταν σε αποσύνδεση) αλλά μπορεί και να επιβεβαιώνουν την ακριβή τοποθεσία.
Συχνά δεν δίνεται καθόλου ή σχεδόν καθόλου προσοχή από το μεταιχμιακό σύστημα (αυτό που ενεργοποιείται ενώ είμαστε σε άμυνα) σε περιφερειακές λεπτομέρειες, καθώς δεν θεωρήθηκαν σημαντικές για την επιβίωση εκείνη την στιγμή. Δεν υπάρχει καλή μνήμη για αυτές ούτε και συνέπεια σε βάθος χρόνου. Αυτός είναι και ο λόγος ύπαρξης πρόσβασης μόνο σε αποσπάσματα μνήμης. Το να μην υπάρχει πρόσβαση σε όλη την μνήμη δεν είναι ένδειξη έλλειψης αξιοπιστίας αλλά μόνο ότι δεν αποθηκεύτηκαν οι μνήμες σωστά εκείνη την στιγμή όπου ο εγκέφαλος ήταν υπό επίθεση (το ίδιο ισχύει και σε μάχες στον πόλεμο αλλά ίσως οι ίδιοι οι αστυνομικοί να το έχουν βιώσει σε επίθεση, μάχη δρόμου ή άλλου είδους επίθεση).
Η σειρά των γεγονότων (π.χ. η σειρά με την οποία οι σεξουαλικές πράξεις έλαβαν μέρος) και άλλες πληροφορίες που αφορούν το πλαίσιο (π.χ. η διαμόρφωση του χώρου) είναι συχνά ελλιπώς αποθηκευμένες πληροφορίες. Εμπειρίες σχετικά με τον χρόνο του πότε η επίθεση εντοπίστηκε ή έγινε αντιληπτή συνήθως είναι καλά αποθηκευμένες στην μνήμη.
Το μυαλό κάθε θύματος μπορεί να αντιδράσει με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Δε θα πρέπει ποτέ να συμπεραίνουμε σύμφωνα με τον δόκτορα Hopper ότι οποιεσδήποτε αναφορές συμπεριφορών ή μνήμης είναι ή δεν είναι αποδείξεις επίθεσης ή τραύματος. Κάποιοι άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν την λειτουργία του προμετωπιαίου λοβού, κάποιοι προσπαθούν να αποδράσουν, ή να παλέψουν αλλά δεν μπορούν όλοι να το κάνουν (ακόμα και να προσπαθήσουν). Κάποιοι θυμούνται με πολλές λεπτομέρειες που φαίνονται σημαντικές σωστά και κάποιοι λάθος (συχνά λόγω ερωτήσεων που καθοδηγούν ή λόγω δικών τους αναγκών και κινήτρων).
Τα θύματα μπορεί να υποφέρουν τρομακτικά από αποσπασματικές μνήμες ή να είναι συναισθηματικά μουδιασμένοι και σε απόσυρση (shut down). Μπορεί ακόμα να πηγαίνουν από το ένα άκρο στο άλλο, δηλαδή από το να έχουν flashback από τρομακτικές μνήμες στο να «κλείνουν» συναισθηματικά, να μην νιώθουν τίποτα). Δε θα πρέπει να κριθεί η αξιοπιστία τους από την συναισθηματική κατάσταση στην οποία είναι. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι απόπειρες να διαχειριστούν την κατάσταση, συμπεριλαμβανομένου την χρήση ουσιών για την αποφυγή τρομακτικών αναμνήσεων ή ψυχαναγκαστικές ή επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές σε μία απόπειρα να αποκτήσουν μία αίσθηση ελέγχου όσον αφορά τις σεξουαλικές τους εμπειρίες.
Το στρες αλλοιώνει την ανάκληση της μνήμης, ακόμα και όταν οι άνθρωποι προσπαθούν πραγματικά να θυμηθούν όσο καλύτερα μπορούν, το να πρέπει να μιλήσουν για την εμπειρία της επίθεσης μπορεί να βιώνεται σαν να απογυμνώνονται από άμυνες. Άρα είναι σύνηθες για ανθρώπους που ανακρίνονται να δυσκολεύονται να θυμηθούν αλλά και να διατυπώσουν μέρη της εμπειρίας της επίθεσης, ειδικά μέρη τα οποία προκαλούν πολύ αναστάτωση και ντροπή. Επίσης καθώς και αφού έχουν αποκαλύψει αυτά τα πράγματα, ειδικά κατά την διάρκεια της δίκης, μπορεί να νιώθουν ξανά όπως ένιωσαν κατά την διάρκεια της επίθεσης: τραυματισμένοι, παραβιασμένοι.
Αυτό που έχουν περισσότερο ανάγκη είναι η αίσθηση ασφάλειας, ελέγχου, εμπιστοσύνης, κατανόησης, και συμπόνοιας. Καλό είναι όλοι οι ειδικοί (αστυνομία, δικηγόροι, ιατροί) να προσπαθήσουν εντός των ορίων του επαγγελματικού τους ρόλου και μέσω κατάλληλων διαδικασιών, να βρουν τρόπους να ανταποκριθούν σε αυτές τις ανάγκες. Ακόμα και το να δίνονται κάποιες επιλογές, όπως το αν ή πότε να παρέχουν διαλείμματα, βοηθάει πολύ, βελτιώνοντας την συνεργασία και τα αποτελέσματα αυτής (Hopper, 2022).
Η προσδοκία ότι κάποιος που έχει μόλις περάσει μία τραυματική εμπειρία θα είναι έτοιμος να μιλήσει σαν κάποιον που ξέρει για τι πράγμα μιλάει, με αρχή, μέση και τέλος δεν είναι ρεαλιστική σύμφωνα με την Carrie Hull, πρώην αστυνομικό εν δράση του Νότιου Όρεγκον. Η Hull, εργάζεται τώρα ως σύμβουλος σε άλλους αστυνομικούς αλλά και προάγει μία νέα τεχνική (Forensic Experiential Trauma Interviewing, FETI). Εκπαιδεύει τους αστυνομικούς και οποιονδήποτε ανακρίνει θύματα που έχουν βιώσει τραύμα, ώστε να ρωτάνε με έναν διαφορετικό τρόπο: με ενσυναίσθηση, υπομονή, και μία κατανόηση που βασίζεται στην ενημέρωση του πως το τραυματισμένο μυαλό δημιουργεί μνήμες και πως τις ανακαλεί. Σε κάθε περίπτωση κάτι αντίστοιχο ενδεχομένως θα ήταν πολύ χρήσιμο και στην Ελλάδα και σε οποιαδήποτε κοινωνία που θέλει να λέγεται πολιτισμένη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Caiola, S. (2021, August 22). How Rape Affects the Brain and Why More Police Need to Know About This. Retrieved from: https://www.npr.org/sections/health-shots/2021/08/22/1028236197/how-rape-affects-memory-and-the-brain-and-why-more-police-need-to-know-about-thi
Hopper, J. (2022, May 30). Sexual Assault & the Brain. Retrieved from: https://jimhopper.com/topics/sexual-assault-and-the-brain/
Photo by RODNAE Productions