Η εγκατάλειψη παραπέμπει στην έλλειψη ασφάλειας, την έλλειψη ευκαιρίας για επικοινωνία και λειτουργική συρρύθμιση*. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους που έχουν οι άνθρωποι, είναι η απομόνωση. Ακόμη και στο ποινικό σύστημα, στην φυλακή, μία ύστατη τιμωρία είναι το να βάλουν τους κρατούμενους σε απομόνωση χωρίς να μπορούν να επικοινωνήσουν με άλλους για αρκετό διάστημα. Η εγκατάλειψη ως φόβος, είναι εγγενώς ενσωματωμένος στους ανθρώπους, γιατί η επιθυμία μας είναι πάντα για ασφάλεια μέσω της ικανότητας μας να συν-ρυθμιστούμε (co-regulate) με τους άλλους, να είμαστε σε επαφή με άλλους (Porges, 2017). Εξάλλου, δε ξεχνάμε ότι είναι καταγεγραμμένη στο DNA των ανθρώπων η πληροφορία ότι όποιος έμενε έξω από την ομάδα/φυλή βρίσκονταν εκτεθειμένος σε μεγάλους κινδύνους από το ζωικό βασίλειο και άλλους, και δύσκολά θα μπορούσε να επιβιώσει μόνος.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο γιατί ακόμα και η παραμικρή ένδειξη εγκατάλειψης μπορεί να φέρει το νευρικό σύστημα σε ετοιμότητα για απειλή. Η εγκατάλειψη έχει τη δυνατότητα να ενεργοποιεί κάθε είδους περίπλοκες αντιδράσεις φόβου. Όμως, το επίπεδο της απόκρισης (πόσο λιγότερο ή περισσότερο θα φοβηθεί κάποιος την εγκατάλειψη) μπορεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία που είχε ο πελάτης με το «να μένει απ’ έξω». Σύμφωνα με την Ruth Buczynski, αν ένα παιδί είχε εγκαταλειφθεί σε νεαρή ηλικία ή και αργότερα, έχει δηλαδή αυτό το βίωμα, η ικανότητα να συρρυθμιστεί αρχικά με τους γονείς, αργότερα στις σχέσεις με τους άλλους, και να κινηθεί πέρα από αυτό το μαθημένο μοτίβο συσχέτισης/ συρρίθμισης, γίνεται πολύ δύσκολη, επηρεάζοντας την πρόσβαση στην ικανότητα να νιώθει ασφαλής με τους άλλους.
Το να μπορεί ένας άνθρωπος να συνδεθεί ασφαλώς με άλλο άτομο είναι μια βιολογική επιταγή/ανάγκη για τους ανθρώπους. Πρέπει να συνδεθούμε με ασφάλεια με έναν άλλο για να επιβιώσουμε και τα νευρικά μας συστήματα λαχταρούν να συνδεθούν με ένα άλλο νευρικό σύστημα. Και όταν αυτή η ανάγκη δεν ικανοποιείται νωρίς στην παιδική ηλικία, υπάρχει ένας φόβος του να είναι μόνος, που διατηρείται στο νευρικό σύστημα. Και έτσι, όταν υπάρχει μια προσφορά σύνδεσης, πολλοί άνθρωποι είτε αποκρίνονται πολύ έντονα (πχ. με το να γίνουν γρήγορα απαιτητικοί) είτε αγνοούν την προσφορά (σύνδεσης). Και καθεμία από αυτές τις απαντήσεις δημιουργεί σύγχυση στον άλλο άνθρωπο (που κάνει την προσφορά).
Έχει βρεθεί πλέον, ότι το νευρικό σύστημα ενός ανθρώπου στέλνει μηνύματα στο νευρικό σύστημα αυτού που είναι απέναντί του (Dana, 2018). Ένα νευρικό σύστημα που βρίσκεται σε κατάσταση κινδύνου (λόγω φανταστικής ή μη, επικείμενης εγκατάλειψης), στέλνει μήνυμα στο νευρικό σύστημα του άλλου, μεταδίδοντάς του ότι δεν είναι ασφαλές να βρίσκεται κοντά του. Και εκεί είναι που ο οδυνηρός κύκλος εγκατάλειψης και απόρριψης μπορεί να διαιωνίζεται. Παρόλο που η λαχτάρα είναι για σύνδεση, η ενέργεια που αποστέλλεται από το ένα νευρικό σύστημα στο άλλο είναι μία που ωθεί τον άλλο μακριά. Δεν είναι ότι αυτό το άτομο δεν θέλει να είναι κοντά απαραίτητα. Είναι ακριβώς ότι το νευρικό του σύστημα στέλνει ένα μήνυμα που λέει, “Δεν είναι ασφαλές να είσαι κοντά.” Και είναι δύσκολο να θέλει κάποιος να είναι κοντά σε αυτό το νευρικό σύστημα. Συνειδητοποιώντας όλα αυτά, μπορεί κάποιος να αρχίσει να αλλάζει την ιστορία που έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του. Δεν είναι πλέον, ότι “Κανείς δεν θέλει να είναι κοντά μου.” Είναι, “Χμμ, το νευρικό μου σύστημα δεν είναι ρυθμισμένο και καθώς μαθαίνω να το ρυθμίζω, οι άνθρωποι θα θέλουν να είναι σε επαφή μαζί μου” (Dana, 2018). Αναγνωρίζοντας πώς το νευρικό τους σύστημα μπορεί να σαμποτάρει τις σχέσεις τους, ίσως αρχίσουν να εστιάζουν σε καλύτερους τρόπους αυτορρύθμισης για αρχή.
* Η συρρύθμιση στην ψυχολογία είναι μια συνεχής και δυναμική διαδικασία, και όχι η ανταλλαγή διακριτών πληροφοριών. Στο πλαίσιο των συναισθημάτων, τα συναισθήματα του κάθε ατόμου μέσα σε δύο ανθρώπους συνεχώς κυμαίνονται, ανάλογα με τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές του συντρόφου. Εάν ισχύει η από κοινού ρύθμιση συναισθημάτων, το αποτέλεσμα θα είναι η μείωση της συνολικής συναισθηματικής δυσφορίας, συμβάλλοντας στη συναισθηματική σταθερότητα και για τους δύο συντρόφους. Μελετάται διεξοδικά στο πλαίσιο της πρώιμης συναισθηματικής ανάπτυξης, συχνά μεταξύ βρεφών και φροντιστών. Έχει επίσης μελετηθεί σε διαπροσωπικές αλληλεπιδράσεις ενηλίκων, με έμφαση στις στενές, ρομαντικές σχέσεις (Wikipedia, 2020).
Βιβλιογραφία
Dana, D. (2018). The Polyvagal Theory in Therapy: Engaging the Rhythm of Regulation. A Norton professional book, Volume 0 of Norton Series on Interpersonal Neurobiology. W.W. Norton.
Porges, S.W. (2017). The Pocket Guide to the Polyvagal Theory: The Transformative Power of Feeling Safe. Norton series on interpersonal neurobiology. W.W. Norton.
Wikipedia (2020). Co-regulation. Retrieved from: https://en.wikipedia.org/wiki/Co-regulation
Photo by John Jackson