Σύμφωνα με τον Ψυχίατρο Νίκο Σιδέρη (2020) πένθος τελικά σημαίνει καλός αποχαιρετισμός σε αυτό που χάθηκε. Χωρίς παράπονο ή μνησικακία τύπου: «Γιατί μου το έκανες» ή «Γιατί σε εμένα» παρόλο που δεν υπάρχει απάντηση σε αυτά τα πικρά ερωτήματα. Στο πένθος ο χρόνος γιατρεύει το παράπονο. Ο εκλιπών από αντικείμενο απώλειας μετατρέπεται σε αντικείμενο μνήμης και μετά σε αντικείμενο λήθης. Αντίθετα, στην κατάθλιψη δεν υπάρχει εξέλιξη. Στο πένθος η απώλεια του άλλου ακόμα και αν χαρακτηριστεί ως προδοσία χαρακτηρίζει τον άλλον και όχι τον πενθούντα.
Ο καταθλιπτικός γνωρίζει ποια είναι η απώλεια που προκαλεί τη μελαγχολία του, γνωρίζει ποιον έχει χάσει αλλά όχι τι έχασε χάνοντάς τον. Η υποκειμενική γνώση της απώλειας μπορεί να αποδοθεί με αόριστες γενικότητες «τα πάντα», «όλα όσα είχα», «κάθε νόημα» έως της απόλυτης αλαλίας. Στο πένθος οι απαντήσεις είναι πιο συγκεκριμένες: «τον άνθρωπό μου», «το στήριγμά μου».
Η αγάπη που έχει κάποιος επενδύσει για τον/την απολεσθέν, στο πένθος αποσύρεται τμηματικά και επενδύεται σε άλλες σχέσεις. Στην κατάθλιψη, μπορεί να υπάρχει απάρνηση της απώλειας όπου η επώδυνη διατήρηση των ψυχικών επενδύσεων στον απολεσθέν διαιωνίζονται, με την ψυχή να εγκλωβίζεται στον παράδοξο κύκλο της κατάθλιψης. Θυμίζει τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης ο οποίος συνοπτικά απέκτησε το δικαίωμα να την πάρει μαζί του στον πάνω κόσμο αρκεί να μην γυρίσει να την κοιτάξει στον δρόμο για τον πάνω κόσμο. Όμως δεν άντεξε λίγο πριν φτάσουν στον πάνω κόσμο γύρισε και την κοίταξε και έτσι την έχασε για πάντα. Είναι σαν όσο ο πενθών, καταφέρνει να μην κοιτά την πραγματικότητα, η ψυχή να διασώζει την Ευρυδίκη της, καθιστώντας την σε καθεστώς αγνοούμενης. Σαν να υπηρετείται η αρχή «όσο δεν κοιτάς να δεις, δεν χάνεται», «όσο δε κοιτάς, δε έχει κριθεί η κατάσταση».
Άλλος παράγοντας που δυσκολεύει την ολοκλήρωση του πένθους είναι τα αμφιθυμικά συναισθήματα ως προς τον απολεσθέν άνθρωπο. Όσο ισχυρότερη είναι η αμφιθυμία δηλαδή η αντιφατική και συγκρουσιακή συνύπαρξη θετικών και αρνητικών ψυχικών ροπών έναντι του απολεσθέν, τόσο δυσκολότερα πενθείται η απώλεια. Η αμφιθυμία εμποδίζει το πένθος, «απαγορεύοντας» στον απολεσθέν να αποχωρίσει τόσο από το παιχνίδι της αγάπης («γιατί με αφήνεις») όσο και από το παιχνίδι της επιθετικότητας (θυμός που τροφοδοτεί και ενοχές, «εγώ τον έκανα να χαθεί/δεν απέτρεψα την απώλειά της ενώ μπορούσα» ή σαδιστικού τύπου φαντασιώσεις όπως «δε θέλω να φύγει γιατί η επιθετικότητά μου δε έχει χορτάσει»). Όσο εκκρεμεί χρέος αρνητικότητας (μίσος, εκδίκηση, θυμός) το απολεσθέν αντικείμενο της αμφιθυμίας δεν πρόκειται να πάρει εύκολα άδεια απόπλου από την σχέση. Η αμφιθυμία απαγορεύει από τον άλλον να βγει τόσο από το παιχνίδι της αγάπης όσο και από το παιχνίδι της επιθετικότητας. Ούτε η αγάπη μου ούτε η κακία μου του αναγνωρίζουν το δικαίωμα να χαθεί. Εκκρεμότητες επανορθώσεων, γεννούν ταλάντευση και ασάφεια ως προς τη δεσπόζουσα πτυχή της εικόνας του (καλός ή κακός) και της σχέσης μας (τη θέλω ή δεν τη θέλω). Η απώλεια του άλλου εξισώνεται με έσχατη προδοσία. Αδιάκοπα το Εγώ κατηγορεί τον ασυγχώρητο προδότη για την αδιανόητη προδοσία χωρίς να κάνει το τελευταίο βήμα, απορρίπτοντάς τον στο πυρ το εξώτερο, κόβοντας κάθε σχέση μαζί του. Το παράπονο που πνίγει επαναλαμβάνεται ατέρμονα, με απατηλή μορφή καθιστάμενο ασάλευτη αλλοτρίωση, άγονος παραδαρμός. Δε παράγει τίποτα άλλο παρά την αέναη επανάληψή του.
Η ύπαρξη χωρίς τον άλλο φαίνεται αδιανόητη, χωρίς τον άλλο που με πρόδωσε. Γι’ αυτό και τον άλλον δεν τον καταστρέφει, αλλά τον αιχμαλωτίζει. Όπου από την μία τον βασανίζει αλλά και τον υπηρετεί μέχρι την αλλοτρίωση του Εγώ μου, που μετατρέπεται σε «υλικό εσύ» σε ανεπίγνωστο ομοίωμα του προδότη. Η κατάθλιψη είναι η ασάλευτη λίμναση του ακατόρθωτου αποχαιρετισμού. Στην αρχή αισθάνομαι ότι ένοχος είμαι εγώ που κάπως σε πρόδωσα και είμαι η αιτία παντός κακού. Στην πορεία αποκαλύπτεται ότι ένοχος είσαι εσύ που χάθηκες και έτσι πρόδωσες την αγάπη μου. Ανήμπορος να δεχτώ την προδοσία, σε βάζω μέσα μου ώστε να μην μπορείς να χαθείς, να μην μπορείς να με προδώσεις. Και από μία άποψη ένας νεκρός κυβερνά μυστικά την ζωή μου. Η κατάθλιψη είναι το άγονο παράπονο μιας προδομένης αγάπης όταν η υπόσταση του αντικειμένου της απώλειας (χαμένο ή μη) είναι αναποφάσιστη.
Τέλος, η περίπτωση των χρόνιων σωματικών παθήσεων, με αρνητική πρόγνωση, αποτελούν πηγή αλλεπάλληλων εμπειριών απώλειας. Ο φροντιστής μπορεί να τις βιώνει χωρίς η ψυχική τους επεξεργασία να είναι πάντα δυνατή. Προκαλείται έντονη ψυχική κακουχία, η οποία εκδηλώνεται ενδεχομένως με σωματικές παθήσεις (δερματικές, μυοσκελετικές κλπ.), μία εκδήλωση καταστροφικότητας προς τον ίδιο τον εαυτό. Η΄με ανείπωτη δυσφορία, ένα μείγμα από θλίψη, απόγνωση, θυμό και ανεπίτρεπτη, απωθημένη σκέψη περί λυτρωτικού θανάτου του αγαπημένου άλλου, ή οποία αν γίνει συνειδητή, βιώνεται σαν απειλή που γεννά άγχος (Σιδέρης & Σιδέρης, 2020).
Ένα χαρακτηριστικό ολοκληρωμένου πένθους είναι το να καταφέρει κάποιος να σκέφτεται τον άνθρωπο που έχασε χωρίς να βιώνει πόνο. Υπάρχει πάντα μία αίσθηση στεναχώριας όταν σκέφτεσαι κάποιον που αγάπησες και έχασες αλλά είναι ένα διαφορετικό είδος στεναχώριας, χωρίς δηλαδή την αίσθηση «γροθιάς στο στομάχι» που είχε προηγούμενα. Μπορεί να σκεφτεί τον απολεσθέν χωρίς π.χ. να κλαίει ή χωρίς να βιώνει αρνητικές σωματικές αισθήσεις (βάρος/σφίξιμο στο στήθος κλπ.). Κάποιοι δυστυχώς φαίνεται να μην καταφέρνουν να ολοκληρώσουν το πένθος τους ποτέ. Υπάρχει αίσθηση ότι μπορεί να τελειώνει όταν οι άνθρωποι αποκτούν και πάλι ένα ενδιαφέρον στην ζωή, βιώνουν ελπίδα, ικανοποίηση και πάλι και προσαρμόζονται σε καινούργιους ρόλους (Worden, 1991).
Τελικά, ενώ το πένθος διαρκεί για κάποια χρονική περίοδο (η οποία μπορεί να κρατήσει και κάποια χρόνια) μετά την οποία η ζωή του ατόμου επιστρέφει στο φυσιολογικό, η κατάθλιψη είναι μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση που, σε αντιδιαστολή με το πένθος, χαρακτηρίζεται από έλλειψη αυτοεκτίμησης εκφραζόμενη με αυτοκατηγορίες (Φρόυντ, 2015).
Βιβλιογραφία
Σιδέρης, Ν. & Σιδέρης, Α. (2020). Απώλεια – Πένθος – Κατάθλιψη: Πάθος και Λύτρωση. Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Φρόυντ, Σ. (2015). Πένθος και Μελανχολία. Μετ. Νίκος Χρηστίδης. Αθήνα: Principia.
Worden, J.W. (1991). Grief Counselling and Grief Therapy: A Handbook for the Mental Health Practitioner. UK: Springer Publishing Company, Inc.